Κόροντα

Κόροντα
Κόροντα
neut nom/voc/acc pl
Κόροντα
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κόροντα — Αρχαία αυτόνομη πόλη της Ακαρνανίας. Τα νομίσματά της, αντί παραστάσεων, έφεραν τη μακεδονική ασπίδα και ως επιγραφή το γράμμα Κ. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι, το 429 π.Χ., ο Αθηναίος ναύαρχος Φορμίων, ξεκινώντας από τη Ναύπακτο, αποβιβάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κορόντων — Κόροντα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”